Το Σφυριχτάρι είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα είδη αγριόπαπιας που επισκέπτονται την χώρα μας. Είναι επίσης ένα από τα πολυπληθέστερα και άκρως αναγνωρίσιμα είδη αγριόπαπια επιφανείας. Οι ονομασίες τους κατά τόπους ποικίλουν, ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε μερικές από αυτές όπως, Ζάρα Καρκάρι Κοκκινοκέφαλη Μπάλι Μπάλια Μπάλιο Μπαλούλι Σουστάρι Σφυριχίδρα Σφυριχτάρι Φίος Φιστόνι κ.α.
Γεωγραφική εξάπλωση: Τα Σφυριχτάρια (anas Penelope) είναι ένα αρκετά διαδεδομένο είδος σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και την Ασία όπου κυρίως αναπαράγονται. Το χειμώνα οι διάφοροι πληθυσμοί τους μεταναστεύουν προς τον νότο σε περιοχές στη βορειοανατολική Αφρική, την Ινδία, τη νότια Κίνα, κ.α.
Γενικώς και εν συντομία θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα περισσότερα από τα πουλιά αυτού του είδους αναπαράγονται στα βόρεια γεωγραφικά πλάτη και μεταναστεύουν προς τον νότος κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Σπανίως το ευρασιατικό Σφυριχτάρι εμφανίζεται στην Αμερικανική ήπειρο όπου διαβιεί το Αμερικανικό Σφυριχτάρι, παρόμοιο με το ευρασιατικό είδος.
Περιγραφή: Το Σφυριχτάρι είναι και αυτό μια πάπια επιφανείας η οποία έχει μήκος 44-51 εκατ. με μήκος ουράς γύρω στα 10 εκατ. και άνοιγμα φτερών που κυμαίνεται από 73 έως 80 εκατ. Το βάρος ενός ενήλικου αρσενικού κυμαίνεται από 520-750γραμ.ενώ μιας θηλυκής γύρω από 430-550γραμ.
Τα Σφυριχτάρια, όπως και ένα μεγάλο μέρος των αγριόπαπιων επιφανείας παρουσιάζουν σεξουαλικό διμορφισμό, δηλαδή υπάρχει μορφολογική διαφορά μεταξύ αρσενικών και θηλυκών.
Στα αρσενικά το κεφάλι και ο λαιμός είναι χρώματος καστανοκόκκινο με μια ανοιχτού πορτοκαλί ως και κιτρινωπού ή υπόλευκου κατά περίπτωση, κατά μήκος οριζόντια γραμμή, η οποία ξεκίνα από το ράμφος και καταλήγει στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Τα μάτια των αρσενικών είναι κίτρινα και το ράμφος τους ανοιχτό γαλάζιο-μπλε με μαύρη άκρη, ενώ το μήκος του κυμαίνεται γύρω στα 3,5 εκατ. Το στήθος τους είναι ροδαλό ως και καφέ-πορτοκαλοχρώμο, ενώ η κοιλία τους λευκού ή υπόλευκου χρώματος. Έχει γκρίζα την πλάτη του όπως και τις φτερούγες, οι οποίες είναι γκριζωπές με μαύρες άκρες και πράσινο καθρέφτη (προφανή κατά την πτήση ή στην ανάπαυση) ενώ σε αυτές σχηματίζεται από τα δευτερεύοντα καλυπτήρια φτερά μια ευδιάκριτη μεγάλη λευκή κηλίδα (γκριζωπή στα θηλυκά). Το κάτω μέρος των φτερών είναι και αυτό γκριζωπό.
Τα θηλυκά έχουν ένα ενιαίο χρωματισμό ο οποίος είναι μια παραλλαγή του ξανθοκάστανου. Έχουν στρογγυλότερο απ’ ότι α αρσενικά κεφάλι και μικρότερο λαιμό. Και τα θηλυκά διατηρούν σχεδόν τις ίδιες χρωματικές αποχρώσεις στα φτερά τους αντικαθιστώντας όμως τον γκριζωπό χρωματισμό του αρσενικού, με τον ξανθοκάστανο δικό τους. Τα μάτια τους είναι καφετί χρώματος και το ράμφος τους ίδιο με των αρσενικών αλλά ελαφρώς γκριζωπότερο. Και τα δύο φύλα έχουν γκριζωπά πόδια και πέλματα.
Οι νεοσσοί έχουν χρωματισμό ανάλογο με αυτών των θηλυκών, αλλά ελαφρώς πιο σκούρο. Προς το τέλος του καλοκαιριού (από τον Ιούλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο), ο αρσενικός ρίχνει τα πούπουλα του χάνοντας τον έντονο χρωματισμό του, σε αυτό το διάστημα το αρσενικό Σφυριχτάρι μοιάζει όπως το θηλυκό.
Αναπαραγωγή: Η αναπαραγωγική περίοδο ξεκίνα γύρω τον Απριλίου και θα διαρκέσει μέχρι και τον Ιούνιο. Τα θηλυκά θα επιλέξουν με προσοχή το μέρος στο οποίο θα φτιάξουν την φωλιά τους και το οποίο θα είναι ένα στεγνό μέρος μέσα στους υγρότοπους. Εκεί η θηλύκια θα φτιάξει με τρίψιμο την κοιλίας της στο έδαφος ένα βαθούλωμα ανάμεσα στα αγριόχορτα και την χαμηλή βλάστηση, στο οποίο θα τοποθετήσεις 8 ως 9 καφετο-κίτρινα με πρασινωπά στίγματα αυγά. Το θηλυκό θα ξεκινήσει την επώαση των αυγών αμέσως μετά από την γέννηση και του τελευταίου και θα διαρκέσει από 22 - 24 ημέρες. Τα αρσενικά θα παραμείνουν με τα θηλυκά καθ’ όλη τη διάρκεια της επώασης. Μερικές ώρες αφότου τα αυγά εκκολάπτουν, το θηλυκό θα οδηγήσει τους νεοσσούς στο νερό όπου σχεδόν αμέσως είναι σε θέση να κολυμπήσουν αλλά και να τραφούν. Οι νεοσσοί θα μείνουν στην ασφάλεια της φωλιά μαζί με το θηλυκό για περίπου 40 έως 45 ημέρες. Μετά από τα διάστημα αυτό είναι πλέον ικανοί να πετάξουν μονοί τους και κατά συνέπεια ανεξάρτητοι.
Συμπεριφορά: Τα Σφυριχτάρια απαντώνται είναι ιδιαίτερα κοινωνικό είδος εκτός από την εποχή αναπαραγωγής του και μπορούμε να το δούμε σε μεγάλα κοπάδια. Κατά την πτήση τους μένουν σε σφιχτές ομάδες, πετώντας κυματιστά όπως και πολλά υδρόβια και παρυδάτια πουλιά.
Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι η συμπεριφορά των αρσενικών κατά το διάστημα της αναπαραγωγής, αυτή την εποχή τα αρσενικά θα αρχίσουν να παρουσιάζουν μια αρκετά ιδιόμορφη συμπεριφορά ερωτοτροπίας, η οποία περιλαμβάνει πέρα από τις χαρακτηρίστηκες ερωτικές κλήσεις, διάφορες επιδείξεις, στροφές και βυθίσματα μέσα στο νερό, αλλά και έντονα χτυπήματα των φτερών τους.
Οι νεοσσοί αμέσως μετά την εκκόλαψη τους είναι σε θέση να ακολουθήσουν το θηλυκό. Από αυτό θα διδαχτούν τόσο τον τρόπο με τον οποίο θα βρίσκουν την τροφή τους, όσο και τους τρόπους με τους οποίους θα κρύβονται και θα αποφεύγουν τους διαφόρους εχθρούς τους. Οι νεοσσοί θα μπορούν να πετάξουν μετά από 40 έως 45 ημέρες.
Είναι αρκετά θορυβώδες είδος και ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά του αρσενικού Σφυριχταριού, είναι ο πολύ χαρακτηριστικός ήχος, αυτόν στον οποίο οφείλει και το όνομα του, ο ήχος αυτός έχει την μορφή σφυρίγματος και ακούγεται σαν ένα μακρόσυρτο «ουίου». Η θηλυκιά είναι λιγότερο θορυβώδες και περιορίζεται σε έναν χαμηλό βρυχηθμό.
Σίτιση: Τα Σφυριχτάρια τρέφονται κυρίως κατά τις νυκτερινές ώρες έως νωρίς το πρωί αν και πολλές φορές μπορούμε να τα δούμε να αναζητούν την τροφή τους και την ημέρα. Η διατροφή τους κυρίως αποτελείται από μικρά καρκινοειδή, μαλάκια, έντομα, και τις προνύμφες τους, καθώς επίσης και σπόρους, μίσχους υδρόβιων φυτών, αλλά και σπόρος και βλαστούς άλλων φυτών. Ακόμα τρέφεται με διαφορά είδη υδρόβιων σκαθαριών μικρά ψαράκια όπως οι φοξινιοί και μικρά σαλιγκάρια. Τρέφονται συνήθως κατά σμήνη και πολλές φορές αναζητούν την τροφή τους στην επιφάνεια του νερού αλλά και στην ξηρά, όπως κατά την διάρκεια του χειμώνα όπου αναζητούν διάφορα είδη σπόρων και σιτηρών, στα πλημμυρισμένα λιβάδια. Η σίτιση των νεοσσών κατά το πρώτο διάστημα της ζωής τους αποτελείται κυρίως από έντομα και ασπόνδυλα και αργότερα με σπόρους.
Βιότοπος: Τα Σφυριχτάρια είναι συνήθως μεταναστευτικό είδος, αν και υπάρχουν και μικροί στατικοί πληθυσμοί, ακόμα και στην χώρα μας (Αμβρακικός).
Ο Βιότοπος τους είναι τα διάφορα μόνιμα ύδατα πεδινών κυρίως περιοχών, όπως λίμνες γλυκού νερού, αλλά και υφάλμυρου σε κόλπους κοντά σε ακτές. Προτιμά τις περιοχές με την άφθονη βλάστηση γύρω από το νερό και πολύ σπάνια την συναντούμε σε περιοχές με μεγάλα υψόμετρα. Κατά το διάστημα της μετανάστευση τους πάρα πολύ συχνά θα χρησιμοποιήσουν τις θαλάσσιες παράκτιες περιοχές ως σταθμούς σίτισης και ανάπαυσης.
Διάφορα
· Ένα παρόμοιο είδος με το Ευρασιατικό Σφυριχτάρι είναι το Αμερικανικό υποείδος. Εξαιτίας της συνάντησης των δυο ειδών σε κάποιους κοινούς βιοτόπους έχουν παρατηρηθεί αρκετά υβριδικά άτομα των δυο ειδών.
· Τα θηλυκά ευρασιατικά και αμερικανικά σφυριχτάρια είναι παρόμοια, με βασική διαφορά την εμφάνιση μαύρων γραμμών στην βάση του ράμφους στα αμερικανικά Σφυριχτάρια.
· Ενώ στα αμερικάνικα αρσενικά Σφυριχτάρια βασική διαφορά με το ευρασιατικό είδος είναι η έλλειψη της χαρακτηριστικής λευκής κηλίδας από τα φτερά τους.
· Υπολογίζεται ότι ο ευρωπαϊκός πληθυσμός του είδους ότι ξεπερνά το 1.000.000 άτομα
Εχθροί: Βασικοί εχθροί των Σφυριταριών είναι τα περισσότερα από τα φτερωτά αρπακτικά όπως τα γεράκια, οι κουκουβάγιες, οι μπούφοι και οι αετοί. Βασικότερος όμως όλων, είναι η σχεδόν δραματική συρρίκνωση των πρωταρχικών βιοτόπων τους. Ένα άκρως ανησυχητικό φαινόμενο με σχεδόν παγκόσμια έκταση.
Blogger Comment
Facebook Comment